Της Ελευθερίας Μηλάκη
Το φθινόπωρο είναι η καλύτερη Πρωτοχρονιά. Είναι η εποχή του χρόνου κατά την οποία υπό κανονικές συνθήκες τα νέα ξεκινήματα είναι όσο ποτέ πραγματοποιήσιμα, γιατί οι διακοπές μας έχουν δυναμώσει, ο ήλιος, η θάλασσα, η μεσογειακή διατροφή με φρέσκα φρούτα και λαχανικά έχουν ενισχύσει το ανοσοποιητικό μας. Όμως οι συνθήκες ήταν κάθε άλλο παρά κανονικές. Περάσαμε ένα μαρτυρικό καλοκαίρι, βλέποντας τα υπέροχα ζώα του δάσους, αλλά και οικόσιτα ζώα ή αδέσποτα να γίνονται παρανάλωμα του πυρός. Τα ελάφια, τα άλογα, τις αλεπούδες, τους σκαντζόχοιρους, τις χελώνες, τα γατάκια, τα σκυλάκια, τα πρόβατα, τα πουλιά… Και μετά μας είπαν ότι «χάρη στις εκκενώσεις δεν υπήρξαν θύματα». Προσωπικά για μένα το καλοκαίρι εμπεριείχε και ένα άλλο μαρτύριο. Το δαιμονισμένο θόρυβο της διπλανής νεοανεγειρόμενης οικοδομής, εκ θεμελίων. Είχα διαβάσει στο μυθιστόρημα της Βικτόρια Χίσλοπ Όσοι αγαπιούνται ότι στη Μακρόνησο υπήρχαν πηγές ηχορρύπανσης από μεγάφωνα ως πηγή βασανιστηρίου. Η βρετανή συγγραφέας τιμήθηκε και ανταμείφθηκε από τον πρωθυπουργό, από τον περιφέρειάρχη κτλ για τη συμβολή της στη… συμφιλίωση των… Ελλήνων. Φρόντισε όμως μεταξύ άλλων αντικομμουνιστικών στερεοτύπων να γράψει και για την ανηθικότητα του χαρακτήρα των αριστερών (τα κορίτσια ΄πούταν πρώτα στην ΕΠΟΝ πήρανε το δρόμο τον κακόν).
Τώρα που είναι φθινόπωρο τουλάχιστον δεν θα υποφέρουμε από τη ζέστη. Θα έρθουν τα πρωτοβρόχια, η πιο γλυκιά, η πιο όμορφη εποχή του χρόνου είναι εδώ. Το Σεπτέμβριο, τον πιο ρομαντικό, τον πιο ποιητικό μήνα του χρόνου διάλεξε ο Μίκυς Θεοδωράκης να αποχαιρετήσει αυτό το μάταιο κόσμο, που χάρη σε ανθρώπους σαν τον ίδιο αποκτά κάποιο νόημα. Στο λύκειο, ο Μίκυς Θεοδωράκης ήταν η παρηγοριά μου. Ήταν 1995. Εβδομήντα χρόνια Μίκυς Θεοδωράκης. Η μουσική του Θεοδωράκη μου έδινε δύναμη και αισιοδοξία. «Είσαι πριγκίπισσα σωστή και η προίκα σου τα μάτια, η αρχοντιά δεν κατοικεί μες στα χρυσά παλάτια». Άκουγα αυτό το τραγούδι ξανά και ξανά, σαν δεκαπεντάχρονη και ένιωθα σαν να γράφτηκε για μένα. Θύμωνα που το σύστημα επέβαλλε απατηλά πρότυπα ομορφιάς. Όμως η γυναίκα των τραγουδιών του Μίκυ μπορούσε να με εμπνεύσει θετικά. Πόσο απάνθρωπα μηνύματα περνούσε το λάιφσταϊλ, όμως ο Μίκυς ήταν εκεί να μας παρηγορεί με τις μουσικές του. Η μουσική του Θεοδωράκη μιλάει κατευθείαν στην καρδιά του λαού, στην ψυχή του ανθρώπου. Μέσα στην τόση ψευτιά του κόσμου κάποιοι άνθρωποι είναι σπουδαίοι και αληθινοί γιατί απλά δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Έτσι είναι ο κόσμος, συνυπάρχει το μεγαλείο με την απόλυτη φτήνια. Οι ακριβοί με τους απόλυτα μικρούς.
Είδαμε τον Άδωνι να λέει «δεν κάνει ούτε για καφετζής»… Ο παππούς μου είχε καφενείο, κύριε υπουργέ. Ήταν αγρότης, αλλά είχε και ένα μικρό καφενείο, όπου περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του μετά τη δουλειά στα χωράφια, με λίγους και εκλεκτούς φίλους, με τους οποίους συζητούσε για πολιτική, φιλοσοφία, για τον Καζαντζάκη και για την Αγία Γραφή. Πήγαινα και εγώ σαν παιδί και ζητούσα βανίλια υποβρύχιο. Ήταν πάντα ντυμένος άψογα, παραδοσιακά, με γιλέκο, μακριά ποδιά και ένα μαύρο σαρίκι στο κεφάλι. Τις ίδιες μέρες είπες εκ μέρους του ελληνικού κράτους συγχαρητήρια σε γνωστή ινσταγκράμερ – νέα μητέρα επειδή ανεβάζει φωτογραφίες καυτές φωτογραφίες… Είδαμε τι είναι όλοι αυτοί που γράφουν σε εφημερίδες και βγαίνουν στην τηλεόραση. Δεν είναι αυθόρμητοι, δεν είναι αθώοι και κυρίως λένε πολλά και ξεδιάντροπα ψέματα. Τα μαύρα σακάκια στα δελτία ειδήσεων στις 2 Σεπτεμβρίου τα είπαν όλα. Το ότι ακόμα και σήμερα άνθρωποι διώκονται για τις ιδέες τους, από ανθρώπους που από τη μία κακοποιούν αδύναμους πολίτες, από την άλλη δεν διστάζουν να ποστάρουν στα κοινωνικά δίκτυα τις εξορμήσεις τους σε πανηγύρια και μοναστήρια σε κάθε γωνιά της Ελλάδας… Από τη μία οι βασανιστές, από την άλλη οι αγωνιστές.
Μια αγαπημένη μου συνήθεια, από τα φοιτητικά μου χρόνια ήδη, ήταν κάθε Πρωτομαγιά να ακούω από το πρωί μέχρι το βράδυ κλεισμένη στο σπίτι επαναστατικά τραγούδια στο ραδιόφωνο! Όλα τα τραγούδια του είναι επαναστατικά, γιατί ο Μίκυς, πάνω από όλα, ήταν ένας γνήσιος αριστερός επαναστάτης. Και άστους να λένε ότι «οι παλιοί αριστεροί ήταν σεβάσμιοι, οι καινούριοι όμως…» Και παλιά οι παλιοί ήταν καινούριοι και τους καταδίωκαν… Μεγαλοφυής και συγχρόνως καλόψυχος. Σαν παιδί. Διέψευσε αυτούς που λένε ότι οι ευφυείς είναι αγαθιάρηδες.
Ο κόσμος άδειασε. Δεν μπορείς πια να ανοίξεις την τηλεόραση, δεν μπορείς πια να ανοίξεις έντυπο, θα πέσεις πάνω σε σαχλούς. «Σαλιάρηδες». Αυτό το φθινόπωρο πήρα μια απόφαση. Όσο και αν μου αρέσει να παρακολουθώ την επικαιρότητα, θα προσέχω τι εφημερίδες και περιοδικά και σάιτ διαβάζω, γιατί το πολύ ψέμα, η πολλή εκμετάλλευση χαλάει τη διάθεση, αποσυντονίζει, αποπροσανατολίζει. Ξέρουν μόνο να βρίζουν και να εκφοβίζουν όσοι δεν έχουν όραμα, δεν έχουν επιχειρήματα. Οι επιτελείς άλλαξαν υπουργεία ή έφυγαν εντελώς, είδαμε τους θρασύδειλους νταήδες να κάθονται παράμερα φοβισμένοι, σαν αυτούς που δέρνουν τις γυναίκες τους και στον εισαγγελέα είναι παναγίες. Τα αδέρφια του Μικύ δεν είναι οι δυνάστες του λαού, δεν είναι οι τυχοδιώκτες, δεν είναι οι υπηρέτες των ισχυρών. Παρακαλώ να τελειώσει αυτό το δράμα, να ταφεί ο Μίκυς Θεοδωράκης, να πάει να βρει τον Φιντέλ Κάστρο και τους πραγματικούς του φίλους. Δεν αντέχεται άλλο το υποκριτικό πένθος, προκαλεί ίλιγγο.
Κρυφά και φανερά σε ακολουθούνε
Οι συμμορίες και οι βασανιστές
Και ψάχνουν μέρα νύχτα να σε βρούνε
Μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε
Γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές…